- γουρουνομύτης
- ο , γουρουνομύτα и γουρουνομύτισσα η1) нос пятачком; 2) уродина, свиное рыло (о человеке); мордоворот (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γουρουνομύτης — α και ισσα, ικο 1. αυτός που έχει μύτη όμοια με το ρύγχος χοίρου 2. αυτός που φέρεται με τρόπο που ταιριάζει σε χοίρο … Dictionary of Greek
γουρούνι — το (Μ γουρούνιον και γουρούνιν) 1. χοίρος 2. άνθρωπος βρόμικος και άξεστος 3. φρ. «αγοράζω γουρούνι στο σακί» παίρνω οτιδήποτε χωρίς να το εξετάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γουρούνι < μσν. γουρούνι(ο) ν < αρχ. γρώνα «θηλυκό γουρούνι» (Ησύχ.) (αν… … Dictionary of Greek